Saturday, May 14, 2011

                           
ΚΩΣΤΗΣ ΜΑΚΡΗΣ

Ο φίλος της στρατιωτικού συνδέσμου, έγινε φίλος στον στρατό.
Μπορεί ένας βράχος να ειναι απαλός σαν βαμβάκι; Ένα πολιτικό σχήμα που έχασε την μορφή του ,μια αδιάκοπη κίνηση που μετεωρίζει τις συλλαβές . 
Το χρώμα και η γραμμή ,τα τατα τα τατα τατατα τα τατα ,σήματα Μορς απροσδιόριστα που μόλις τα εξηγήσεις χάνονται , τα τατα τα τατα τατατα τα τατα το ίδιο ξανά και ξανά αλλά κάθε φορά διαφορετικό ,κάτι αλλάζει. 
Ένας τυφλός αέρας που χωρίς να είναι ζεστός σε παρασύρει να τον ακολουθήσεις με ένα άδειο ποτήρι και οι σταγόνες μικρές τελείες που στεγνώνουν στα χνάρια που νόμιζες ότι έβλεπες.
Και σου λένε να περιγράψεις ακριβώς την διαδικασία αντίληψης του φαινομένου να μιλήσεις για τον άνθρωπο, να τον τοποθέτησης τοπικά χρονικά να εξηγήσεις τα συναισθήματα σου και τα δικά του.
Προσεγγίζεις σε μια ελεύθερη πτώση ,στην προσπάθεια να αγγίξεις την φιλία ,και δεν ξέρεις να συνθέσεις με ακρίβεια τις παλιές και τις καινούργιες λέξεις.
Μια παρτίδα που την παίζεις χρόνια και έχεις ξεχάσει τι παιχνίδι είναι, μια ισορροπία πάνω σε άδεια βαρέλια που κατρακυλούν στην κατηφόρα .Και ο φίλος γράφει ,γράφει σε δέρμα, γράφει το δέρμα ,γράφει και βουτάει την πένα στο αίμα και ξαναγράφει.
Τι είναι το θέμα του….ένα “παραμύθι”, θέτει ερώτηση ,θα μπορούσε το σύνολο του έργου να είναι μια ερώτηση; Αυτό είναι η ζωή φίλε μια ατέρμονη σειρά ερωτήσεων ,η θεϊκή τιμωρία ο διωγμός από την Εδέμ ήταν η απομάκρυνση από τον κόσμο των απαντήσεων .Καλώς ήρθατε στο ατέλειωτο κουίζ ,στο παιχνίδι δίχως νικητές.
Και εδώ μπαίνει η τέχνη, μια καινούργια ερώτηση που δίνει την ψευδαίσθηση της απάντησης και συ σκύβεις πάνω της να την φροντίσεις η και να την εξευμενίσεις.
Είναι ένα φαινόμενο που όσες φορές και να το εξηγήσεις καταλήγεις στο ίδιο συμπέρασμα , δεν υπάρχει απάντηση. Εσύ είσαι υποχρεωμένος χωρίς εμφανή λόγο να συμμετέχεις σε αυτό το παιχνίδι ακόμα και αν δεν το εκτελείς, η κοινωνικότητα σου ακόμα και ο εσωτερικός σου κόσμος εξαρτώνται από αυτή την συμμετοχή που ξεκινά από το πρώτο νανούρισμα από το πρώτο ανοιγόκλεισμα των βλεφάρων.
Το ανεξήγητο μας μαγεύει μας έλκει και μας αποσπά από την γη ,ένας στρόβιλος που δεν χρειάζεται κανένα μέσο που σε πάει και σε φέρνει ,ένα νανούρισμα χαραγμένο σε ένα βότσαλο, ένας κυνηγός που συναντά τον λαγό του.
Με τα δάχτυλα στο στόμα να φαλτσάρεις ένα ταγκό που καθρεφτίζεται σ ένα καλοκαιρινό δάκρυ μια εξομολόγηση αγάπης που φιλτράρει τον εαυτό σου σε ένα από τα δεκάδες ποτά που χάθηκαν στην χαραμάδα του μπαρ και όλα αυτά τυλιγμένα στο αραχνοΰφαντο τουλουπάνι του καπνού ,συσκευασία Δώρου της καρδιάς σου.
Και εγώ εκεί αθέατος μάρτυρας του θαύματος που συντελείται στην σιωπή και στο σκοτάδι ,να μεταφέρω στους ώμους μου το δυσβάσταχτο φορτίο του καθαρού συναισθήματος που εκπορεύεται χωρίς προορισμό σε ένα ατελεύτητο σύμπαν που καγχάζει μπροστά στην ανημποριά μας.
Και εκεί συναντηθήκαμε ,αν όχι εμείς οι πατεράδες μας στο Λυβικό το αντιμάμαλο
που έσπειρε ο Φώτης ο Αγγουλές σε λέξεις το ψωμί ,τα εντελβάις ,κουβαλώντας την φυματίωση σε ένα τελευταίο ταξιδι στο πλοίο της γραμμής Πειραιάς Χίος. Έτσι η άμμος που γλίστραγε ανάμεσα από τα δάχτυλα και έχτιζε τα όνειρα για μια Ελλάδα που δεν την βρήκαμε ποτέ, που δεν την βρήκανε ποτέ.

Saturday, April 23, 2011

ΑΝΝΑ ΜΠΑΡΚΟΥΡΗ

ΆΝΝΑ ΜΠΑΡΚΟΥΡΗ

Δούλευα σαν μπάρμαν στα Εξάρχεια ,κοντά στην γνωστή πλατεία . Κάποια μέρα ένας συνάδελφος μου γνώρισε έναν φωτογράφο τον Μ. Λουκακη. Αυτός και η γυναίκα του Άννα διατηρούσαν μια gallery κοντά στην πλατεία Αμερικής.
Αυτή ήταν η αφορμή να γνωρίσω την Άννα ,και την αεικίνητη παρουσία της .
Πριν ανοίξει την gallery είχε κάνει διάφορες δουλείες μεταξύ των οποίων και μοντέλο
στην σχολή καλών τεχνών. Δεν ορρωδούσε προ ουδενός ,έπαιρνε τις αποφάσεις της χωρίς να λογαριάζει το ρίσκο, έμπαινε στην φωτιά πάντα με την νεανική αποκοτιά του προσήλυτου ,οργάνωνε τον χρόνο της έτσι που πάντα να μπορεί να μπαίνει στο ησυχαστήριο της και να ζωγραφίζει. Οι παλιές αστικές πολυκατοικίες που είχε μεγαλώσει μαζί τους και η φθορά τους ήταν το πρώτο αγαπημένο της θέμα ,όσο γρήγορη ήταν στις αποφάσεις της τόσο πειθαρχημένη ήταν στην εκτέλεση τους.
Αυτό που την χαρακτήριζε ήταν η τόλμη και το κέφι της ,δεν διέκρινες πάνω της ποτέ καμιά έπαρση πάντα ήταν ανοιχτή να ρωτήσει να μάθει ,να δεχτεί να πάρει την γνώση από όπου αυτή προερχόταν. Το μεγάλο της ατού ήταν ο διάλογος και τα αστείρευτα
νιάτα που μπορούσαν να μεταδώσουν την χαρά και την συγκέντρωση για ένα καινούργιο ξεκίνημα.
Η Άννα μια δύναμη μια από κείνες τις χθόνιες θεότητες ,ανάμεσα στα τοπία και τα φρούτα , την φύση που προσκαλούσε στους πίνακες της για να τα μοιράσει απλόχερα
χωρίς κανένα δισταγμό χωρίς καμιά τσιγκουνιά, υλική η πνευματική. Είχε την δυνατότητα μια φρατζόλα ψωμί να την μεταμορφώνει σε γεύμα και να την μοιράζεται
χωρίς δισταγμό για το αύριο.
Το χαρακτηριστικό της ζωγραφικής της Άννας είναι η αόρατη παρουσία του ανθρώπου ,και η οικονομία του χρώματος ,έχει μια λιτή ακρίβεια στο να πλάθει τις φόρμες τις , ο ρεαλισμός της να εμπεριέχει την γνώση του μετρήματος αλλά το συναίσθημα εμφιλοχωρεί στα θέματα της σχεδόν αθέατο υπαινικτικό. Το βλέμμα του θεατή μπορεί να κινηθεί με νοσταλγία στους χώρους που στήνει σαν θεατρικά σκηνικά, και με αυτό τον τρόπο του δίνεται η δυνατότητα να υπερβεί τα σύνορα του τελάρου και να ταξιδέψει.
Η παλέτα της γίνεται αναλυτική στα γεώδη εναλλάσσοντας τους τονισμούς ,διαμορφώνοντας τα συμπληρωματικά με μια τονική αρμονία που μας στέλνει στα χρόνια που η ζωγραφική απαιτούσε την γνώση της παράδοσης των μεγάλων δασκάλων.
Στοιχεία της δουλείας της μπορεί κανείς να δει και σε άλλους ζωγράφους όπως στον Μ.Γεωργά, στην Δούκα Δανάη, στον Κ.Μαλάμο, Δ.Μυταρά, Μ.Μακρουλάκη, Σ.Παπανικολάου, Σ.Πετρόπουλο και σε πολλους αλλούς .Υπάρχει η αρχική προσέγγιση ,του ρεαλισμού, ωστόσο η δουλειά της Άννας χωρίς αυτό να είναι άμεσα ορατό περιέχει την μεταφυσική διάσταση των Ντε Κίρικο η ακόμα και του Μαγκρίτ χωρίς να περιλαμβάνει την σουρεαλιστική διάσταση των έργων τους.
Αυτή η ξεχωριστή μάτια χωρίς μεγαλόγδουπες εικαστικές φράσεις προσδιορίζει μια αληθινή αγάπη για την ζωγραφική αλλά και τον άνθρωπο, μπορεί κανείς να ακουμπήσει στα τοπία της Άννας να ξεκουραστεί και να νιώσει την ζεστασιά της

Wednesday, April 20, 2011


ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΆΝΝΑ
by Makis Theodoroulis on Τετάρτη, 20 Απρίλιος 2011 στις 4:15 μ.μ.

ΑΝΤΩΝΟΠΟΥΛΟΥ ΆΝΝΑ










Πριν αρκετά χρόνια όταν δούλευα βοηθός στην σκηνοθέτρια Λ.Κουρκουλάκου ένας καλός φίλος ο σκηνοθέτης Νώντας ο Σαρλής μου ζήτησε να τραβήξω μερικές φωτογραφίες σε ένα εργαστήρι κεραμικής.
Εκεί γνώρισα τον πρώτο άνθρωπο στην ζωή μου που δούλευε τον πηλό μαζί με την ζωγραφική .Μια περίεργη γυναίκα με μια φαρδιά τζιν φόρμα ,μες το χρώμα και την λάσπη με καλωσόρισε ,δίπλα από το καμίνι που πύρωνε ,κάτω από το παιχνιδιάρικο μάτι του θεού Κεράμου.
Άπλωσε το χέρι της προς εμένα και είπε “εμένα με λένε Άννα”, η προφορά της ήταν κάπως περίεργη ,ξενική ,σκέφτηκα,” ποια είναι αυτή η τρελή Γαλλίδα”, πέρασαν μέρες για να καταλάβω ότι ήταν Ελληνίδα. Το μάτι μου δεν χόρταινε να βλέπει την λάμψη που έβγαζαν αυτά τα πλασμένα κομμάτια από πηλό ,δεν μπορούσα όμως να συγκεντρωθώ, για πολύ ώρα για να μπορέσω να τα αφήσω να λειτουργήσουν, όπως θα έπρεπε, μια και ο μικρός χώρος γέμιζε και άδειαζε από νέους ανθρώπους ,ζωγράφοι και εργάτες, διανοούμενοι και νοικοκυρές όλοι μαζί ανάκατα στην περιδίνηση γύρω από τον ήλιο που στην αρχή λόγο θερμότητας νόμιζα ότι είναι το καμίνι, όμως ήταν η Άννα αυτή που προσέλκυε αυτό τον κόσμο ανάμεσα σε κεραμικά ,ποιήματα ,κρασιά, σκίτσα σε χαρτάκια ,χρώματα ,τσιγάρα ,τραγούδια από το ράδιο, πολιτικές εφημερίδες, πινέλα, Βάζα με χρώματα και ένα ανάμικτο καπνό από το τσιγάρο τις αναθυμιάσεις του καμινιού τους υδρατμούς της ζεστής και της ανάσες .
Έστησα την μηχανή μου σ ένα ετοιμόρροπο τρίποδο έβαλα κάποια πανιά για φόντο ,έβαλα ένα φίλτρο πολαρισμού για τις αντανακλάσεις ,φωτομέτρησα με ένα φωτόμετρο χειρός και κλικ.
Ήμουν σίγουρος για την ποιότητα των φωτογραφιών, άφησα το φιλμ στην Άννα και έφυγα. Πέρασαν μερικές μέρες και πήρα να ρωτήσω τι έγινε ,αν εμφανίστηκαν οι φωτογραφίες.
Άκουσα μια διστακτική φωνή να μου λέει ότι ήταν καλές αλλά μαύρες, έπαθα μερική αποπληξία, πήδηξα στο πρώτο ταξί και σε ελάχιστο χρόνο τις κρατούσα στα χέρια μου , ένα αποτέλεσμα κοντά στο κιάρο σκούρο του Καραβάτζο τρόπος του λέγειν, αλλά σε καμιά περίπτωση την διαφημιστική φωτογραφία για προώθηση της δουλείας του εργαστηρίου.
Ήθελα να άνοιξη η γη να με καταπιεί η Άννα προσπαθούσε να με παρηγορήσει μια και ήταν εμφανής η στενοχώρια και η ντροπή που ένιωθα. Έφερα στο μυαλό μου την όλη διεργασία, προσπάθησα να βρω το λάθος ,ξανά και ξανά , δεν μπορούσα να σκεφτώ καθαρά είχα κολλήσει, έφυγα με την ουρά στα σκέλια.


Μετά από κάποιες μέρες θυμήθηκα … το καταραμένο φίλτρο και πως δεν διόρθωσα τις ενδείξεις στην μηχανή.
Αυτές οι μαύρες φωτογραφίες ήταν η αρχή μιας μεγάλης στροφής στη ζωή μου, παράτησα το σινεμά διέκοψα τις σπουδές στην σχολή Σταυράκου και κόλλησα στο εργαστήρι αρχίζοντας να μαθαίνω τα πρώτα μυστικά της δουλείας από την Άννα.
Η ίδια αυτοδίδακτη με το ταλέντο εκείνων των καλλιτεχνών που αναδύονται από το πουθενά για να προσθέσουν όλη εκείνη την μαγεία που δημιουργεί η αναγκαιότητα της τέχνης για να μας πάρει από το χέρι και να μας οδηγήσει σε καλλίτερους κόσμους. Λειτουργούσε σαν μια παντιέρα που σε ανάγκαζε με ένα μυστηριώδη τρόπο να συνταχτείς Πίσω της και να την ακολουθήσεις στις μάχες με όλους τους Γίγαντες και τους ανεμόμυλους.
Τα κομμάτια που έβγαιναν από τα χέρια της στην κυριολεξία είχαν τεχνική και τέχνη αλλά ταυτόχρονα ανάδυαν μια πριμιτίφ δύναμη που σε έφερνε σε άμεση επαφή με διαφορετικούς κόσμους που είχαν υπάρξει η έμελλε να υπάρξουν.

Έμεινα στο εργαστήρι ένα χρόνο και ρουφούσα ότι μπορούσα από τα μαθήματα που γινόντουσαν μόνο και μόνο από την ύπαρξη αυτής της ανιδιοτελούς ιέρειας της τέχνης ήταν λες και μοίραζε αστερόσκονη σε όποιον την συναντούσε και έστω για λίγο έμπαινε στον μαγικό πήλινο κόσμο της.
Πολλές φορές όταν δεν υπήρχαν λεφτά μαζεύαμε τα κενά μπουκάλια που πλημμύριζαν τον χώρο και τα πηγαίναμε στην διπλανή κάβα για μερικά καινούργια γεμάτα. Είχε την δύναμη μια συνηθισμένη και μίζερη μέρα να την μεταμορφώσει σε μια ποιητική χειρονομία, έγραφε τα ποιήματα της παντού σε πρόχειρα χαρτάκια σε κουτιά από τσιγάρα στον τοίχο. Η μικρή γκαρσονιέρα που έμενε αντί για έπιπλα είχε βιβλία βιβλία βιβλία ,ροφούσε την γνώση και την μετέτρεπε σε ζωή.

 Το χέρι της άγγιζε το πινέλο και κείνο λες και σταματούσε τον χρόνο σε γραμμές απόλυτης σταθερότητας, τα χρώματα της συνδυαζόντουσαν χωρίς σκέψη, για να δώσουν την σταθμισμένη απάντηση στο ερώτημα για της ισορροπίας.
Όλα αυτά με ένα τσιγάρο στο ένα χέρι και ένα ποτήρι που παραφυλούσε στα μικρά διαλείμματα μιας ατελείωτης μέρας που η κούραση είχε κουραστεί να περιμένει για να την τυλίξει στα δίχτυα της .Μπορούσε με την ίδια ευκολία να μετατρέψει την νύχτα σε μέρα και το αντίστροφο .Μια διαυγής ύπαρξη επικεντρωμένη απόλυτα στην δημιουργική μανία της .Το σπίτι της ήταν μια αναγκαίος συμβιβασμός για να μπορεί
να ικανοποιεί τις απολύτως αναγκαίες συμβάσεις όπως ο ύπνος πχ για να μπορεί να συνεχίζει την ζωή της δημιουργίας. Ότι και να συνέβαινε στον έξω κόσμο, χωρίς να την αφήνει ανεπηρέαστη, έβρισκε την δύναμη να το απομακρύνει σε ομόκεντρους κύκλους, σαν ένα βότσαλο στην λίμνη και να το μεταφέρει στην δουλειά της με την θαυμαστή εκείνη αλληγορία που σε στοιχειώνει για πάντα.
Ο πηλός ,η υγρασία , ο αέρας ,οι φόρμες ,οι γραμμές οι 2 και οι πολλές διαστάσεις, που αιχμαλώτιζαν τον χρόνο με την πατίνα της παράδοσης αλλά και το άγγιγμα του σύγχρονου κόσμου που την επηρέαζε με μια μάτια που δεν δίσταζε να παντρέψει με ένα ανεξήγητο τρόπο κινήματα και εποχές για να φτάσει στο τέλος με μια απίστευτη ταχυδακτυλουργική χειρονομία στην απόλυτα δική της τέχνη.
Είναι δύσκολο να παρακολουθήσει κανείς αυτή την απόλυτη δέσμευση του ανθρώπου με την τέχνη του και μάλιστα όταν αυτός είναι στα όρια , κάποια στιγμή αντιλαμβάνεται την αδυναμία του να περιγράψει και ακόμα περισσότερο να ζήσει αυτούς τους ρυθμούς αυτή την επανάληψη του φαινομένου της αδιάλειπτης δημιουργίας, έτσι ξεμάκρυνα άλλαξα προορισμό και βάδισα με το δικό μου βηματισμό, χωρίς ποτέ να μην ρίχνω κλεφτές ματιές στην Άννα και το έργο της που από τότε όλο και μέστωνε δημιουργώντας τις απαντήσεις αλλά κυρίως τις ερωτήσεις,που χρειάζεται και χρειαζόμαστε.


Tuesday, April 19, 2011

Βασίλειος Λαζανας

ΒΑΣ.Ι. ΛΑΖΑΝΑΣ

“Πατρίδα μου είνε μια τεφρή.. μια γκρίζα πολιτεία…
Μια ανάερη τέφρα ράντιζε, θυμούμαι, όλα τα γύρω:
Τα δένδρα τα γυμνά…τα σπίτια…τα έρμα μονοπάτια,
Τα σάπια φύλλα, νεκρικό που απαλοχύναν μύρο…”

Κρατώ στα χέρια την μετάφραση των “Ρωμαϊκών ελεγείων” του J.W.Goethe.
Έκανα μια βόλτα με μια νεαρή μου φίλη την Κλειώ στον κήπο του Προμπονά.
Περπατούσαμε κάτω από τις δάφνες του Απόλλωνα και μου έλεγε για τα σχέδια της μια και μόλις είχε έρθει από το εξωτερικό, ήταν ένα ζεστό ανοιξιάτικο απόγευμα. Βγήκαμε από τον κήπο και συζητώντας βρεθήκαμε
σε ένα μικρό καφέ στην Ν. Φιλαδέλφεια.
Ήταν μια από κείνες τις μέρες που η ραθυμία κυριεύει τις αισθήσεις και σε οδηγεί σε μια ονειρική χαύνωση ανάμεσα στις μυρωδιές που ασκούν το δικαίωμα της ύπαρξης και δηλώνουν την εποχή της αναγεννημένης φύσης.
Ο κύριος Λάκης (υποκοριστικό του Βασίλειου Λαζανά) προχώρησε χαμογελαστός, προς το διπλανό τραπέζι. Το μαγαζί ήταν άδειο ,έτσι η προσοχή του επικεντρώθηκε σε μας ,ο κύριος Λάκης ήταν οικογενειακός φίλος και συγγενής εξ αγχιστείας, έτσι αφού προηγήθηκαν οι τυπικές ερωτήσεις το ενδιαφέρον του στράφηκε στην νεοφερμένη ,η μικτή ελληνογαλλική καταγωγή της ,έφερε αντανακλαστικά σχεδόν στο στόμα τους πρώτους γαλλικούς στίχους.
Comme je descendais des Fleuves impassibles,
Je ne me sentis plus guidé par les haleurs :
Des Peaux -Rouges criards les avaient pris pour cibles
Les ayant cloués nus aux poteaux de couleurs.

Ο Arthur Rimbaud ανάβλυζε χωρίς κάποιος κόμπος λήθης να σκαλώνει την γλώσσα του και το μυαλό του .Το μεθυσμένο καράβι είχε σαλπάρει και με τον ίδιο καπετάνιο έκανε το σεργιάνι του στα γαλλικά γράμματα .
Le Poète est semblable au prince des nuées
Qui hante la tempête et se rit de l'archer;
Exilé sur le sol au milieu des huées,
Ses ailes de géant l'empêchent de marcher
Σειρά είχε ο Charles Baudelaire και το ΄’Αλμπατρος μας ακολούθησε στο ταξιδι.
“Σηκώνομαι γύρω στις 6 το πρωί, τρώω πρωινό και ανοίγω τα λεξικά μου, δουλεύοντας τις λέξεις μου μια ώρα, στις 7 ξαναπέφτω και κοιμάμαι 2 ώρες. Μετά δουλεύω τις μεταφράσεις μου και κατά τις 11 και 30 έρχομαι εδώ, να βρω κάποιον φίλο. Το μεσημέρι τρώω λιτά, κοιμάμαι μια ώρα και μετά πάλι δουλεύω μέχρι που θα ξαναεπισκεφτώ το café .Γυρνώντας θα διαβάσω κάτι και θα ξαπλώσω νωρίς.
Αυτό είναι το καθημερινό μου πρόγραμμα.”
Ήταν περισσότερο μια μικρή διάλεξη, παρά μια συζήτηση άλλωστε η πολυσύνθετη γνωσιολογική επάρκεια του κύριου Λαζανά επεκτεινόταν πέρα από τα όρια μιας απλής λογοτεχνικής κουβέντας.
Έχουν περάσει χρόνια από τον θάνατο του μεγάλου λόγιου Βασιλείου Λαζανά
Και η πολιτεία έχει σιωπήσει αλλά και η Ακαδημία Αθηνών το ίδιο ίσως είναι η μοίρα των διανοητών στην Ελλάδα να έχουν Σωκρατική μοίρα.

Saturday, April 16, 2011

ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΑΚΟΣ


ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΥΡΟΕΙΔΑΚΟΣ

Ξεκινώντας να γράψω για τον Γιάννη Μαυροειδάκο,
το μυαλό μου γεμίζει από τον χρόνο που βρίσκεται αιώνιο χνάρι,
στην μανιάτικη πέτρα.
Μια μορφή λιτή, ακέραιη, προσανατολισμένη στον ήλιο που γράφει
ξανά και ξανά την ίδια απόφαση.
Για μια Ελλάδα της σιωπής για μια Ελλάδα που υπάρχει
σε όλα τα μήκη και τα πλάτη , για μια Ελλάδα που ξυπνάει και γεννά ακόμα
και ας έχει ξεμακρύνει από όλα τα σύνορα και τους αριθμούς.
Το πρέπον είναι να ακολουθήσεις την ιστορία βήμα βήμα
όμως το νόημα της δεν ανήκει στον γραμμικό χρόνο ,
ούτε καν στην πορεία ενός εκκρεμούς που πηγαίνει και έρχεται ,
άλλωστε πως μπορείς να χρησιμοποιήσεις τις ημερομηνίες
για να αγγίξεις το πνεύμα και το συναίσθημα που πηγάζει από τον άνθρωπο.
Ο Γιάννης γεννήθηκε στην Μάνη σε μια δημοκρατική οικογένεια , “στίγμα”,
που τον ακολούθησε και τον εξανάγκασε στην πράξη να
ξενιτευτεί για να μπορέσει να σπουδάσει και να παραμείνει
πιστός στην ενδελέχεια της οικογένειας του για την δημοκρατία.
Όλες οι πράξεις έχουν σαν αφετηρία τον σταθερό αυτόν γνώμονα
την βαριά κληρονομιά που κουβάλησε πρώτα στην Αθηνα και μετά
στο Παρίσι.
Πολλοί σαν τον Γιάννη εκείνα τα χρόνια της δικτατορίας που πήραν τον δρόμο του,
Πολλοί και σήμερα αναγκάζονται κάτω από παρεμφερείς συνθήκες να κάνουν το ίδιο.
Ο Γιάννης άνθησε μια ελιά στο Παρίσι ,ένα καρποφόρο μεσογειακό δέντρο στον βορρά ,δεν θα αναφερθώ ούτε στις σπουδές ούτε στην ποίηση η στην δουλειά του στο κινηματογράφο η στην αγαπημένη του οικογένεια, αλλά στο μεγαλύτερο έργο του που είναι το βιβλιοπωλείο και ο εκδοτικός οίκος ΔΕΣΜΟΣ που έχτισε λιθαράκι
λιθαράκι όλα αυτά τα χρόνια ,λειτουργώντας ως ρόπτρο στην πόρτα της Ευρώπης.
Λίγους πραγματικούς Έλληνες πρεσβευτές έχουμε στην Ευρώπη που βοηθάνε τα ελληνικά γράμματα και μέσα σ αυτούς συγκαταλέγεται ο Γιάννης Μαυροειδάκος .
Κώστας Αξελός, Ροβήρος Μανθούλης, Ανδρέας Κέδρος , Άρης Φακίνος, Χειμωνάς, Αλεξάκης, Ζατέλλη, Σκαμπαρδώνης , Μουρσελάς, Ζακλίν ντε Ρομιγί, Ζαν-Πιέρ Βερνάν, Ολιβιέ Ρολέν, Κλοντ Μοσέ, Μισέλ Γκροντάν.
Χριστιανόπουλος, Δημουλά, Αγγελάκη-Ρουκ, Γκανάς, Φωστιέρης, Λιοντάκης, Πρατικάκης, Πατρίκιος, Καρούζος , Τζένης Μαστοράκη , Γκάτσος , Οδυσσέας Ελύτης, Νικηφόρος Βρεττάκος , Τάσος Λειβαδίτης , Τόνι ντε Μπαλκανό, κατά κόσμον Λευτέρης Βρυωνάκης και τόσοι άλλοι ακόμα που εκδόθηκαν και εκδίδονται
από τον ΔΕΣΜΟ